«Ηγεμών» ή «ασθενής» η Γερμανία στην Ευρώπη;
23 Δεκεμβρίου 2024Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τα δημοσιεύματα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η Γερμανία βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης, παρά την ευμάρειά της. Κάποιοι θεωρούν ότι το γερμανικό άλμα προς την άβυσσο συμπαρασύρει όλη την Ευρώπη. Μία παρηγοριά για τους Βερολινέζους είναι πως αισθάνονται «φτωχοί, αλλά σέξι», όπως έλεγε ένας πρώην δήμαρχος της πόλης. Αλλά και αυτές οι βεβαιότητες κλονίζονται. Την Κυριακή ο απερχόμενος ανταποκριτής των Financial Times στη γερμανική πρωτεύουσα απεφάνθη ότι το Βερολίνο διανύει πορεία παρακμής. Και ότι γίνεται «πλούσιο, αλλά βαρετό».
Ωστόσο, δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Η Γερμανία δεν έγινε «ατμομηχανή της Ευρώπης» από τη μία μέρα στην άλλη. Και δεν θα καταρρεύσει από τη μία μέρα στην άλλη. Αλλά για να κατανοήσουμε το παρόν, αξίζει να αναλογιστούμε το παρελθόν. Τουλάχιστον το πρόσφατο παρελθόν.
Αναδρομή στη δεκαετία του '90
Μέχρι την Επανένωση, το 1990, η Δυτική Γερμανία της εποχής ήταν μία συμπαθητική χώρα υπό κηδεμονία. Η οικονομική ισχύς της έδινε soft power, όχι όμως τη δυνατότητα να χαράξει αυτόνομη πολιτική. Και σε καμία περίπτωση το δικαίωμα να υπερκεράσει τα μεγάλα «πολιτικά εργαστήρια» της Ευρώπης, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.
Όμως η διχοτόμηση ήταν μία ιδιοτροπία της ιστορίας που δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα. Με την Συνθήκη «2+4», που ουσιαστικά ήταν μία όψιμη Συνθήκη Ειρήνης, οι Σύμμαχοι παραιτήθηκαν από τα κυριαρχικά τους δικαιώματα σε γερμανικό έδαφος και μετά από λίγα χρόνια οι αμερικανικές ελίτ άρχισαν να ζητούν περισσότερη «leadership» από το Βερολίνο. Το ζήτημα έθεταν ακόμη και «Δημοκρατικοί» πρόεδροι, όπως ο Μπιλ Κλίντον.
Γερμανική «ηγεσία» για την Ευρώπη; Στον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ έτυχε ο ιστορικός κλήρος να ξεκαθαρίσει ότι «η Γερμανία θα υπηρετεί και εκείνη τα συμφέροντά της, όπως κάθε άλλη χώρα», κάτι που μάλλον δεν ενθουσίασε τον Γάλλο πρόεδρο Ζακ Σιράκ την εποχή εκείνη. «Αρρυθμίες» έβλεπε ο διεθνής τύπος στον γαλλογερμανικό άξονα της ΕΕ. Κάπως βελτιώθηκε η κατάσταση μετά από μία επίσκεψη Σιράκ στο ειδυλλιακό Πότσνταμ, αλλά οι ενστάσεις για τις γαλλογερμανικές «αρρυθμίες» συνεχίστηκαν, για να μην πούμε ότι δεν έχουν παύσει μέχρι σήμερα.
Όσο ανησυχούσε ο βρετανικός Economist στα τέλη της δεκαετίας του '90 ότι η Γερμανία είναι «ο ασθενής της Ευρώπης» («The sick man of Europe»), που θέλει, αλλά δεν μπορεί να πρωταγωνιστήσει, άλλο τόσο αγωνιούσε το 2013 γιατί η Γερμανία είναι «ο διστακτικός ηγεμών» («The reluctant hegemon») που μπορεί, αλλά δεν θέλει να αναλάβει ευθύνες.
Η εσωστρέφεια της Ευρώπης
Οι Αμερικανοί το γνωρίζουν καλά, οι Γερμανοί τώρα το εμπεδώνουν: Μία μεγάλη δύναμη δέχεται επικρίσεις όταν ηγείται, αλλά και όταν δεν ηγείται. Όταν παρεμβαίνει, αλλά και όταν παραμένει αδρανής. Είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές του Φεβρουαρίου δεν φαντάζεται τη Γερμανία ως μία «μεγάλη Ελβετία» που επαναπαύεται στις εξαγωγικές επιδόσεις της και δεν αναμειγνύεται σε πολιτικά ζητήματα.
Όμως το πρόβλημα δεν είναι τόσο η απροθυμία της Γερμανίας να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρώπη, όσο το ότι η Ευρώπη συνολικά απεκδύεται τον πρωταγωνιστικό της ρόλο και βυθίζεται σε μία άχαρη και αδιέξοδη εσωστρέφεια. Απόδειξη: Σχεδόν καμία από τις έξι ιδρυτικές χώρες-μέλη της πάλαι ποτέ ΕΟΚ δεν διαθέτει αυτή τη στιγμή σταθερή και ισχυρή κυβέρνηση. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί το ταπεινό, αλλά πάμπλουτο Λουξεμβούργο, όπου ο χριστιανοδημοκράτης Λυκ Φρίντεν συμπληρώνει έναν χρόνο στην πρωθυπουργία και ουδείς έχει πρόθεση να τον απομακρύνει.
Αναμφισβήτητα, το διεθνές εκτόπισμα του Λουξεμβούργου είναι μεγαλύτερο από αυτό που αντιστοιχεί στο μέγεθός του. Γι αυτό άλλωστε η κυβέρνηση της χώρας υπέγραψε πρόσφατα ακόμη και συμφωνία συνεργασίας με τις ΗΠΑ στον τομέα της διαστημικής τεχνολογίας (!). Αλλά, ας είμαστε ειλικρινείς: Η Ευρώπη χρειάζεται μία πιο στιβαρή ηγεσία, εάν πράγματι θέλει να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις.